- ομογραφία
- ημαθ. σημειακός μετασχηματισμός κατά τον οποίο κάθε ευθεία έχει ως εικόνα της άλλη ευθεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
ομογραφικός — ή, ό [ομογραφία] μαθ. (για σχήματα) αυτά μεταξύ τών οποίων υφίσταται σχέση ομογραφίας … Dictionary of Greek